- ὑλαίη
- ὑλάωbarkpres opt act 3rd sgὑλαί̱η , ὑλαῖοςbelonging to the woodfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὑλαίη — Ὑλαία belonging to the wood fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υλαίος — αία, ον, και ιων. τ. θηλ. ὑλαίη, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ὕλη*, στο δάσος, ή αυτός που ζει στο δάσος, ο άγριος 2. ονομασία σκύλου 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένο ένα αντικείμενο, ο… … Dictionary of Greek